ανεπίσημος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι επίσημος, ιδιωτικός, κοινός: Το γεύμα που παρατέθηκε ήταν ανεπίσημο. 2. αυτός που γίνεται με τρόπο κοινό κι όχι επίσημο κι όπως απαιτεί η περίσταση: Ανεπίσημη μεσολάβηση των ΗΠΑ για τη λύση του Κυπριακού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεπισημότητα — η το να είναι κανείς ανεπίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
Алексакис, Василис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Василис Алексакис (греч. Βασίλης Αλεξάκης , Афины, 12 декабря 1943) современный греческий и французский писатель. Содержание 1 Биография … Википедия
ινκόγκνιτο — και ινκόγνιτο επίρρ. 1. (για προσωπικότητες) ανεπίσημα, ιδιωτικά 2. (για πράξεις) κρυφά, μυστικά 3. (ως άκλιτο ουσ.) η μυστικότητα πράξης ή ενέργειας ενός επίσημου προσώπου, ο ανεπίσημος χαρακτήρας («επέμεινε να διατηρήσει το ινκόγκνιτο»).… … Dictionary of Greek
λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… … Dictionary of Greek
παγανικός — παγανικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάγο, δηλ. στην κώμη, πολίτης, πολιτικός 2. λαϊκός, κοσμικός, μη κληρικός 3. ιδιώτης, ανεπίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganicus < pagus «χωριό, κώμη» (βλ. λ. πάγος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek