ανεπίσημος

ανεπίσημος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επισημότητα, ο κοινός, ο απλός
2. όποιος γίνεται χωρίς επίσημες, κανονικές διαδικασίες
3. εκείνος που γίνεται με αποφυγή απόδοσης τιμών («ανεπίσημη επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό σύγγραμμα Αθηνά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίσημος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι επίσημος, ιδιωτικός, κοινός: Το γεύμα που παρατέθηκε ήταν ανεπίσημο. 2. αυτός που γίνεται με τρόπο κοινό κι όχι επίσημο κι όπως απαιτεί η περίσταση: Ανεπίσημη μεσολάβηση των ΗΠΑ για τη λύση του Κυπριακού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεπισημότητα — η το να είναι κανείς ανεπίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • Алексакис, Василис — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексакис. Василис Алексакис (греч. Βασίλης Αλεξάκης , Афины, 12 декабря 1943)  современный греческий и французский писатель. Содержание 1 Биография …   Википедия

  • ινκόγκνιτο — και ινκόγνιτο επίρρ. 1. (για προσωπικότητες) ανεπίσημα, ιδιωτικά 2. (για πράξεις) κρυφά, μυστικά 3. (ως άκλιτο ουσ.) η μυστικότητα πράξης ή ενέργειας ενός επίσημου προσώπου, ο ανεπίσημος χαρακτήρας («επέμεινε να διατηρήσει το ινκόγκνιτο»).… …   Dictionary of Greek

  • λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

  • λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …   Dictionary of Greek

  • πίνακας — ο / πίναξ, ακος, ΝΜΑ 1. κατάλογος στον οποίο έχουν αναγραφεί με ορισμένη σειρά ονόματα, όροι, τίτλοι κ.ά. στοιχεία (α. «πίνακας περιεχομένων» κατάλογος με τους τίτλους τών κεφαλαίων ή τών θεμάτων βιβλίου ή άλλου εντύπου β. «πίνακας άγνωστων… …   Dictionary of Greek

  • παγανικός — παγανικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πάγο, δηλ. στην κώμη, πολίτης, πολιτικός 2. λαϊκός, κοσμικός, μη κληρικός 3. ιδιώτης, ανεπίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganicus < pagus «χωριό, κώμη» (βλ. λ. πάγος [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • πληροφοριοδότης — ο, θηλ. πληροφοριοδότρια και πληροφοριοδότις, η, Ν 1. αυτός που δίνει πληροφορίες 2. ειδικός ανεπίσημος πράκτορας μυστικής υπηρεσίας που παρέχει σε αυτήν πληροφορίες σχετικές με τις κινήσεις προσώπων που παρακολουθούνται 3. καταδότης, ρουφιάνος,… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”